sewage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

sewage < sew + -age

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

sewage (en) (μη μετρήσιμο)

  • τα λύματα
    Urban sewage ends up in the sewage plant of the city.
    Τα αστικά λύματα καταλήγουν στον βιολογικό καθαρισμό της πόλης.
     συνώνυμα: wastewater

Σύνθετα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • sewage στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Πηγές[επεξεργασία]