shed

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
shed sheds

shed (en)

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας shed
γ΄ ενικό ενεστώτα sheds
αόριστος shed
παθητική μετοχή shed
ενεργητική μετοχή shedding
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

shed (en)

  1. αποβάλλω κάτι περιττό ή ανεπιθύμητο
  2. (επίσημο) ρίχνω, βγάζω ρούχα
    I shed my clothes.
    Ρίχνω τα ρούχα μου.
  3. ρίχνω, αποβάλλω το δέρμα μου ή τα φύλλα μου
    Snakes shed their skins.
    Τα φίδια ρίχνουν το δέρμα τους.
    Most trees shed their leaves in the fall.
    Τα περισσότερα δέντρα ρίχνουν τα φύλλα τους το φθινόπωρο.
  4. ρίχνω, πετώ κάτι προς τα κάτω
  5. ξεφορτώνω
  6. χύνω υγρό, αίμα, δάκρυα, φως
  7. Μαδάω

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]