shed
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
shed | sheds |
shed (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | shed |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sheds |
αόριστος | shed |
παθητική μετοχή | shed |
ενεργητική μετοχή | shedding |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
shed (en)
- αποβάλλω κάτι περιττό ή ανεπιθύμητο
- (επίσημο) ρίχνω, βγάζω ρούχα
- ↪ I shed my clothes.
- Ρίχνω τα ρούχα μου.
- ↪ I shed my clothes.
- ρίχνω, αποβάλλω το δέρμα μου ή τα φύλλα μου
- ↪ Snakes shed their skins.
- Τα φίδια ρίχνουν το δέρμα τους.
- ↪ Most trees shed their leaves in the fall.
- Τα περισσότερα δέντρα ρίχνουν τα φύλλα τους το φθινόπωρο.
- ↪ Snakes shed their skins.
- ρίχνω, πετώ κάτι προς τα κάτω
- ξεφορτώνω
- χύνω υγρό, αίμα, δάκρυα, φως
- Μαδάω
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- shed - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 770-771. ISBN 9780194325684., λήμμα: ρίχνω