sheltered

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

sheltered (en)

  1. στεγασμένος, προφυλαγμένος από εξωτερικές καιρικές συνθήκες
    The boat was much safer, during the storm, in the sheltered cove.
  2. άτομο που μεγάλωσε υπερπροστατευμένο, "μέσα σε γυάλα", άμαθο στις κοινωνικές δεξιότητες

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

sheltered (en)