sheltered
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
sheltered (en)
- στεγασμένος, προφυλαγμένος από εξωτερικές καιρικές συνθήκες
- άτομο που μεγάλωσε υπερπροστατευμένο, "μέσα σε γυάλα", άμαθο στις κοινωνικές δεξιότητες
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
sheltered (en)