shield

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
shield shields

shield (en)

  1. η ασπίδα
  2. (εραλδική) κομμάτι από μέταλλο σε σχήμα ασπίδας που χρησιμοποιείται σαν φόντο για ένα οικόσημο

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας shield
γ΄ ενικό ενεστώτα shields
αόριστος shielded
παθητική μετοχή shielded
ενεργητική μετοχή shielding

shield (en)

Πηγές[επεξεργασία]