shield
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
shield | shields |
shield (en)
- η ασπίδα
- (εραλδική) κομμάτι από μέταλλο σε σχήμα ασπίδας που χρησιμοποιείται σαν φόντο για ένα οικόσημο
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | shield |
γ΄ ενικό ενεστώτα | shields |
αόριστος | shielded |
παθητική μετοχή | shielded |
ενεργητική μετοχή | shielding |
shield (en)
- (μεταβατικό) υπερασπίζω, προστατεύω κάποιον ή κάτι από κίνδυνο, βλάβη ή κάτι δυσάρεστο