short-term

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός short-term
συγκριτικός shorter-term
υπερθετικός shortest-term

Ετυμολογία [επεξεργασία]

short-term < short + term

Επίθετο[επεξεργασία]

short-term (en)

  1. βραχυπρόθεσμος, ολιγοήμερος
    short-term plans - βραχυπρόθεσμα σχέδια
    short-term stay - ολιγοήμερη διαμονή
  2. βραχυχρόνιος
    short-term memory - βραχυχρόνια μνήμη

Αντώνυμα[επεξεργασία]