shrive
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | shrive |
γ΄ ενικό ενεστώτα | shrives |
αόριστος | shrived, shrove |
παθητική μετοχή | shrived, shriven |
ενεργητική μετοχή | shriving |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα[επεξεργασία]
shrive (en)