shul
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αλβανικά (sq)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- shul < νοτιοσλαβικής προέλευσης *šulo «πάσσαλος, στύλος, κοντάρι», συγγενές με το σερβοκροατικά šȗlj και το ρωσικά шу́ло (ru) (šúlo) «πάσσαλος φράκτη».[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
shul (en) αρσενικό (οριστικός τύπος: shuli) (πληθυντικός shule)
[επεξεργασία]
- νέα ελληνική: → δείτε τη λέξη Σούλι
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Vladimir Orel, Albanian Etymological Dictionary, Brill, Λέιντεν – Βοστώνη, 1998, σελ. 445.