sidejo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

sidejo < sid + -ej- + -o

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική sidejo sidejoj
αιτιατική sidejon sidejojn

sidejo (eo)

  • η έδρα μιας επιχείρησης, σωματείου, κλπ.
la sidejo de la asocio, η έδρα του σωματείου/της ένωσης