silencio

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ισπανικά (es)[επεξεργασία]

ενικός πληθυντικός
silencio silencios

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

silencio (es) αρσενικό

  1. η σιωπή, η σιγή (απουσία ήχου)
  2. (μουσική) η παύση
    silencio de redonda - παύση ολόκληρου