silny

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

silny < siła

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈɕilnɨ/
 

Επίθετο[επεξεργασία]

silny (pl)

  • δυνατός, που σχετίζεται με τη φυσική ή πνευματική δύναμη (όχι με τη δυνατότητα)

Συγγενικά[επεξεργασία]