silny
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- silny < siła
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
silny (pl)
- δυνατός, που σχετίζεται με τη φυσική ή πνευματική δύναμη (όχι με τη δυνατότητα)