sin

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
sin sins

sin (en)

  1. η αμαρτία, η παραβίαση ενός ηθικού κανόνα ή του θείου νόμου
    I am confessing my sins.
    Εξομολογούμαι τις αμαρτίες μου.
    I am repenting for my sins.
    Μετανοώ για τις αμαρτίες μου.
  2. (μη μετρήσιμο) η αμαρτία, η ενέργεια του να αμαρτάνω
    He lives a life of sin.
    Ζει μέσα στην αμαρτία.
  3. (ανεπίσημο) η αμαρτία, μια ενέργεια που ο κόσμος πιστεύει ότι είναι πολύ κακή
    It’s a sin to stay indoors on such a beautiful day.
    Είναι αμαρτία να μένεις μέσα τέτοια όμορφη μέρα.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ενεστώτας sin
γ΄ ενικό ενεστώτα sins
αόριστος sinned
παθητική μετοχή sinned
ενεργητική μετοχή sinning

sin (en)

Πηγές[επεξεργασία]



Βοσνιακά (bs)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

sin (bs)


Ισπανικά (es)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

sin < (κληρονομημένο) λατινική sine. Συγγενή: γαλλική sans, ιταλική senza

Σύνδεσμος[επεξεργασία]

sin (es)

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]