sinologue
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
sinologue | sinologues |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sinologue (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
sinologue | sinologues |
sinologue (fr) αρσενικό ή θηλυκό