sinusite
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλικιανά (gl)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sinusite (gl)
- (ιατρική) η ιγμορίτιδα
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
sinusite | sinusites |
sinusite (fr) θηλυκό
- (ιατρική) η ιγμορίτιδα