situation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Situation

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
situation situations

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

situation (en)

  1. θέση, τοποθεσία
  2. η κατάσταση, το σύνολο των συνθηκών, κάτω από τις οποίες ζει κάποιος ή βρίσκεται κάποιος ή κάτι
    the political/economic/international situation - η πολιτική/οικονομική/διεθνής κατάσταση
    What's the situation of the company?
    Ποια είναι η κατάσταση της εταιρείας;
     συνώνυμα: position, circumstance

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
situation situations

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

situation (fr) θηλυκό

  1. η κατάσταση
  2. η τοποθεσία

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]