situation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
situation | situations |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
situation (en)
- θέση, τοποθεσία
- η κατάσταση, το σύνολο των συνθηκών, κάτω από τις οποίες ζει κάποιος ή βρίσκεται κάποιος ή κάτι
- ↪ the political/economic/international situation - η πολιτική/οικονομική/διεθνής κατάσταση
- ↪ What's the situation of the company?
- Ποια είναι η κατάσταση της εταιρείας;
- ≈ συνώνυμα: position, circumstance
Πηγές[επεξεργασία]
- situation - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
- situation - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 431-432. ISBN 9780194325684., λήμμα: κατάσταση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
situation | situations |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
situation (fr) θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- situation - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
- situation - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online