skala
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
skala (pl) θηλυκό
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- με όλες τις υπόλοιπες έννοιες εκτός από τα σκαλιά και, γενικά, τη σκάλα που χρησιμοποιούμε για να ανέβουμε (ή να κατέβουμε)