skepticism
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
skepticism (en) (μη μετρήσιμο, ενικός)
- ο σκεπτικισμός, η δυσπιστία, μια στάση αμφιβολίας ότι οι ισχυρισμοί ή οι δηλώσεις είναι αληθινές ή ότι κάτι θα συμβεί
- ↪ He treated my suggestion with skepticism.
- Αντιμετώπισε την πρότασή μου με σκεπτικισμό.
- ↪ Consumers accepted the new product with skepticism.
- Το αγοραστικό κοινό δέχτηκε με δισπυστία το νέο προϊόν.
- ↪ He treated my suggestion with skepticism.
- (φιλοσοφία) ο σκεπτικισμός