skoto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | skoto | skotoj |
αιτιατική | skoton | skotojn |
skoto (eo)
- ο κάτοικος της Σκωτίας, ο Σκωτσέζος