skutek

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

skutek (pl) αρσενικό

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • na skutek (czegoś): εξαιτίας (κάποιου πράγματος), (κυριολεκτικά: σαν αποτέλεσμα)