slide

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

slide (en)

      ενικός         πληθυντικός  
slide slides
  1. (μόνο ενικός) η γλίστρα, το γλίστρημα, μια μακρά, ομαλή κίνηση σε πάγο ή λεία επιφάνεια
    I took a slide on the ice.
    Πήρα μια γλίστρα στον πάγο.
  2. η τσουλήθρα
    The playground has swings, see-saws, and slides.
    Η παιδική χαρά έχει κούνιες, τραμπάλες και τσουλήθρες.

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας slide
γ΄ ενικό ενεστώτα slides
αόριστος slid
παθητική μετοχή slid
ενεργητική μετοχή sliding
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

slide (en)

  • (μεταβατικό και αμετάβατο) γλιστράω, συρόμενος, κινώ ή κινούμαι εύκολα σε λεία ή υγρή επιφάνεια
    He slid on the ice and broke his leg.
    Γλίστρησε στον πάγο κι έσπασε το πόδι του.
    The book slid (right) off his knee.
    Το βιβλίο γλίστρησε κι έπεσε από το γόνατό μου.
    a sliding car roof - συρόμενη οροφή αυτοκινήτου
    sliding windows - συρόμενα παράθυρα
     συνώνυμα: slip

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]