slumber
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
slumber (en)
- πολύ ελαφρύς ύπνος
- (μεταφορικά) η αδράνεια
- (μεταφορικά) η άγνοια
Ρήμα[επεξεργασία]
- κοιμάμαι πολύ ελαφρά, λαγοκοιμάμαι
- (μεταφορικά) αδρανώ
- κοιμάμαι σαν πούπουλο, σαν αρνάκι