smerf

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

smerf (pl)

  1. το στρουμφ
  2. (μεταφορικά) ο αστυνομικός *

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

* Maciej Czeszewski, Słownik polszczyzny potocznej, σελ. 283, Warszawa, Wydawnictwo Naukowe PWN, 2006. ISBN 83-01-14631-1, ISBN 978-83-01-14631-3.