sobota

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

sobota < εβραϊκή שבת (šabát)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /sɔˈbɔta/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

sobota (pl) θηλυκό

  1. το Σάββατο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Οι μέρες της εβδομάδας
Δευτέρα Τρίτη Τετάρτη Πέμπτη Παρασκευή Σάββατο Κυριακή
poniedziałek wtorek środa czwartek piątek sobota niedziela



Σλοβακικά (sk)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

sobota < εβραϊκή שבת (šabát)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

sobota (sk) θηλυκό

  1. το Σάββατο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Οι μέρες της εβδομάδας
Δευτέρα Τρίτη Τετάρτη Πέμπτη Παρασκευή Σάββατο Κυριακή
pondelok utorok streda štvrtok piatok sobota nedeľa



Σλοβενικά (sl)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

sobota < εβραϊκή שבת (šabát)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

sobota (sl)

  1. το Σάββατο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Οι μέρες της εβδομάδας
Δευτέρα Τρίτη Τετάρτη Πέμπτη Παρασκευή Σάββατο Κυριακή
ponedeljek torek sreda četrtek petek sobota nedelja



Τσεχικά (cs)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

sobota < εβραϊκή שבת (šabát)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

sobota (cs) θηλυκό

  1. το Σάββατο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Οι μέρες της εβδομάδας
Δευτέρα Τρίτη Τετάρτη Πέμπτη Παρασκευή Σάββατο Κυριακή
pondělí úterý středa čtvrtek pátek sobota neděle