society

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
society societies

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

society (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η κοινωνία, το σύνολο ανθρώπων που ζουν οργανωμένα
    It’s a danger to society.
    Είναι κίνδυνος για την κοινωνία.
  2. η εταιρεία, μια ομάδα ανθρώπων που συγκεντρώνονται για έναν συγκεκριμένο σκοπό
    a charitable/cultural society - μια φιλανθρωπική/πολιτιστική εταιρεία
    I am a full member of the Society of Authors of Great Britain.
    Είμαι τακτικό μέλος της Βρετανικής Εταιρείας συγγραφέων.

Πηγές[επεξεργασία]