solder
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
solder | solders |
solder (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | solder |
γ΄ ενικό ενεστώτα | solders |
αόριστος | soldered |
παθητική μετοχή | soldered |
ενεργητική μετοχή | soldering |
solder (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
solder (fr)