solicit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
solicit (en)
- ζητώ, παρακαλώ, εκλιπαρώ
- προσπαθώ να κερδίσω την ψήφο κάποιου
- πλησιάζω κάποιον και προσπαθώ να τον πείσω να συμμετέχει σε παράνομη πράξη