soluble
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
soluble (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
soluble | solubles |
Επίθετο[επεξεργασία]
soluble (fr) αρσενικό ή θηλυκό