sophisticated
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
sophisticated (en)
- έμπειρος, πολύπειρος
- κομψός, εκλεπτυσμένος, ανώτερου επιπέδου/κλάσης, πρώτος, όμορφος, ποιοτικός
- σύνθετος, πολύπλοκος, πολυσύνθετος, δύσκολος, δυσνόητος
- εγκεφαλικός (όχι συναισθηματικός)