sopiro
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sopiro | sopiroj |
αιτιατική | sopiron | sopirojn |
sopiro (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sopiro | sopiroj |
αιτιατική | sopiron | sopirojn |
sopiro (eo)