sorĉa
(Ανακατεύθυνση από sorcha)
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sorĉa | sorĉaj |
αιτιατική | sorĉan | sorĉajn |
sorĉa (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sorĉa | sorĉaj |
αιτιατική | sorĉan | sorĉajn |
sorĉa (eo)