sorcière
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
sorcière | sorcières |
sorcière (fr) θηλυκό
- η μάγισσα πρωτόγονων λαών
- αυτή που κάνει μάγια με απόκρυφο ή παράνομο τρόπο
- γυναίκα γριά, άσχημη, κακιά, κακοντυμένη
- η στρίγκλα
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- chasse aux sorcières - συστηματική καταδίωξη πολιτικών αντιπάλων· (ειδικότερα) καταδίωξη των οπαδών του κομουνισμού από τον αμερικανό γερουσιαστή McCarthy· οργανωμένη δίωξη
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη sorcier