sortable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
sortable sortables

Επίθετο[επεξεργασία]

sortable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (παρωχημένο) αρμόζων, ταιριαστός
  2. που μπορεί να εμφανιστεί δημοσία, παρουσιάσιμος