souci
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
souci | soucis |
souci (fr) αρσενικό
- η έγνοια, η ανησυχία, η στενοχώρια, η μέλημα, η σκοτούρα
- il se fait beaucoup de souci pour sa fille - έχει πολλές έγνοιες / ανησυχεί πολύ για την κόρη του