souffle

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
souffle souffles

souffle (fr) αρσενικό

  1. το φύσημα, η αναπνοή, η ανάσα, η πνοή
  2. το πνεύμα, η ψυχή

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη  souffler