sourd-muet
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | sourd-muet | sourds-muets |
θηλυκό | sourde-muette | sourdes-muettes |
sourd-muet (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | sourd-muet | sourds-muets |
θηλυκό | sourde-muette | sourdes-muettes |
sourd-muet (fr)