sournoiserie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- sournoiserie < sournois
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
sournoiserie | sournoiseries |
sournoiserie (fr) θηλυκό