spadanie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική spadanie spadania
γενική spadania spadań
δοτική spadaniu spadaniom
αιτιατική spadanie spadania
οργανική spadaniem spadaniami
τοπική spadaniu spadaniach
κλητική spadanie spadania

Ετυμολογία [επεξεργασία]

spadanie < spadać

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

spadanie (pl) ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]