specifically

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός specifically
συγκριτικός more specifically
υπερθετικός most specifically

Ετυμολογία [επεξεργασία]

specifically < specific + -ally

Επίρρημα[επεξεργασία]

specifically (en)

  1. ειδικά, συνδέεται ή προορίζεται για ένα συγκεκριμένο πράγμα μόνο
    I came here specifically to see you.
    Ήρθα εδώ ειδικά για να σε δω.
  2. συγκεκριμένα, ειδικά, με λεπτομερή και ακριβή τρόπο
    The minister spoke about the economy and specifically referred to the problems of its modernization.
    Ο υπουργός μίλησε για την οικονομία και αναφέρθηκε συγκεκριμένα στα προβλήματα του εκσυγχρονισμού της.
    He specifically denounced the cases of torture.
    Κατάγγειλε ειδικά τις περιπτώσεις βασανισμού.

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]