sperta
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sperta | spertaj |
αιτιατική | spertan | spertajn |
sperta (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sperta | spertaj |
αιτιατική | spertan | spertajn |
sperta (eo)