spirit

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
spirit spirits

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

spirit (en)

  1. το πνεύμα
    She is a free spirit.
    Αυτή είναι ελεύθερο πνεύμα.
  2. το οινόπνευμα
  3. διπλής ή πολλαπλής απόσταξης αλκοολούχο ποτό, βαρύ ποτό
    • ούζο, brandy, whisky, gin, rum κτλ.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]