sporadycznie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- sporadycznie < sporadyczny
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˌspɔraˈdɨt͡ʃ̑ɲɛ/
- ⓘ
Επίρρημα[επεξεργασία]
sporadycznie (pl)
sporadycznie (pl)