sprawa

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική sprawa sprawy
γενική sprawy spraw
δοτική sprawie sprawom
αιτιατική sprawę sprawy
οργανική sprawą sprawami
τοπική sprawie sprawach
κλητική sprawo sprawy

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈsprava/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

sprawa (pl) θηλυκό

  1. θέμα, ζήτημα, υπόθεση, πρόβλημα
    to jest twoja sprawa - αυτό είναι δικό σου θέμα (πρόβλημα)