sprinter

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
sprinter sprinters

Ετυμολογία [επεξεργασία]

sprinter < sprint + -er

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

sprinter (en)



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

sprinter < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /spʁin.te/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό sprinter sprinters
θηλυκό sprinteuse sprinteuses

sprinter (fr), sprinteur

  1. (αθλητισμός) δρομέας ή ποδηλάτης, με ιδιαίτερες ικανότητες στην επιτάχυνση

Ρήμα[επεξεργασία]

sprinter (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. επιταχύνω και διατηρώ την ταχύτητά μου, κυρίως προς το τέλος ενός αγώνα
  2. (οικείο) τρέχω ή ποδηλατώ πολύ γρήγορα

Συγγενικά[επεξεργασία]



Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

sprinter (pt) αρσενικό

  1. (αθλητισμός) ο σπρίντερ