stała

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈstawa/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

stała (pl) θηλυκό

  • (μαθηματικά) η σταθερά
    c jest stałą fizyczną i równa się 299 792 458 m/s
    το c είναι φυσική σταθερά και ισούται με 299.792.458 μ/δ

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

stała (pl)

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

stała (pl)

  • θηλυκό του γ´ ενικού προσώπου παρελθόντος χρόνου του ρήματος stać