stadio
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- stadio < λατινική stadium < αρχαία ελληνική στάδιον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
stadio (it)
- στάδιο, σύγχρονος αλλά και αρχαίος χώρος που μπορεί να φιλοξενήσει αγώνες, κι επισκέπτες
- αρχαία ελληνική μονάδα μέτρησης
- το στάδιο σαν βαθμίδα ανάπτυξης ή εκτέλεσης