stairway
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
stairway | stairways |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
stairway (en)
- η σκάλα ενός κτηρίου, το κλιμακοστάσιο
ενικός | πληθυντικός |
stairway | stairways |
stairway (en)