stalk
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
stalk (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
stalk (en)
- πλησιάζω το θύμα μου κατά τρόπο ώστε να μη γίνομαι αντιληπτός
- παρακολουθώ κάποιον για να του κάνω κακό