stampede

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

stampede (en)

Ρήμα[επεξεργασία]

stampede (en)

  • τρέχω να φύγω σε κατάσταση πανικού (για αγέλες ζώων, πλήθος ανθρώπων, στρατεύματα)