stan

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

stan (pl) αρσενικό

  1. η κατάσταση, οι συνθήκες και η γενική μορφή
  2. (διοικητικός όρος) η πολιτεία

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]



Τσεχικά (cs)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

stan (cs) αρσενικό

  1. η σκηνή (κατασκευή από ύφασμα)