stand by
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | stand by |
γ΄ ενικό ενεστώτα | stands by |
αόριστος | stood by |
παθητική μετοχή | stood by |
ενεργητική μετοχή | standing by |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
stand by (en)
- στέκομαι σε, βοηθάω κάποιον ή είμαι φίλος μαζί του, ακόμα και σε δύσκολες καταστάσεις
- ↪ He always stood by their side.
- Στάθηκε πάντοτε στο πλευρό τους.
- ↪ He always stood by their side.
- αναμένω, είμαι σε κατάσταση αναμονής
- παραμένω πιστός σε κάτι, επιμένω σε κάτι