station
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
station | stations |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
station (en)
- ο σταθμός
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
station | stations |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
station (fr) θηλυκό
Δανικά (da)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
station (da)
- ο σταθμός
Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
station (nl) ουδέτερο
- ο σταθμός
Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
station (sv)
- ο σταθμός
Κατηγορίες:
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Δανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (δανικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (ολλανδικά)
- Ολλανδική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ολλανδικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (σουηδικά)
- Σουηδική γλώσσα
- Ουσιαστικά (σουηδικά)